οκτάχορδος

οκτάχορδος
και οχτάχορδος, -η, -ο (Α οκτάχορδος, -ον)
1. (για μουσική κλίμακα) αυτός που αποτελείται από οκτώ χορδές, δηλ. μουσικούς φθόγγους («ὀκτάχορδα συστήματα», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάχορδο
μουσικό όργανο με οκτώ χορδές
νεοελλ.
(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει οκτώ χορδές («οκτάχορδη λύρα»)
αρχ.
φρ. «ὀκτάχορδον σύστημα» — μουσική κλίμακα από οκτώ φθόγγους, η οποία επινοήθηκε από τον Πυθαγόρα και βασίστηκε στην επτάχορδη κλίμακα τού Τερπάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + χορδή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀκτάχορδον — ὀκτάχορδος with eight strings masc/fem acc sg ὀκτάχορδος with eight strings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταχόρδου — ὀκτάχορδος with eight strings masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταχόρδων — ὀκτάχορδος with eight strings masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταχόρδῳ — ὀκτάχορδος with eight strings masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάχορδα — ὀκτάχορδος with eight strings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • οχτάχορδος — η, ο βλ. οκτάχορδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”